Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρφί
4 εγγραφές [1 - 4]
καρφί το [karfí] Ο43 : 1α. λεπτό μεταλλικό και σπάνια ξύλινο στέλεχος με αιχμηρή τη μία άκρη του και πεπλατυσμένη την άλλη, που το χρησιμοποιούν για να στερεώσουν, να συνδέσουν ή να κρεμάσουν κτ.: Λεπτό / χοντρό / κοντό / μακρύ ~. H μύτη του καρφιού, η αιχμηρή άκρη. Tο κεφά λι του καρφιού, η πεπλατυσμένη άκρη. Γύφτικα* καρφιά. Παπούτσια με καρφιά, με αιχμηρές προεξοχές κατάλληλα για ποδοσφαιριστές, ορειβάτες κτλ. ΦΡ κόβω (γύφτικα) καρφιά, κρυώνω πολύ από τσουχτερό κρύο. κάθομαι στα καρφιά, ανυπομονώ ή ανησυχώ για την εξέλιξη μιας κατάστασης. τα κάνω γυαλιά* καρφιά. ~ / καρφάκι* δε μου καίγεται. μια στο ~ και μια στο πέταλο*. έχω ένα ~ στην καρδιά μου, για μια συνεχή αιτία πίκρας. κτ. είναι ~ στο μάτι κάποιου, για κτ. που ενοχλεί ιδιαίτερα κπ., που θέλει να το αποκτήσει ή να το εξουδετερώσει. ΠAΡ Tου φτωχού* το εύρημα ή ~ ή πέταλο. || είδος μεταλλικού ανοξείδωτου καρφιού που χρησιμοποιείται στη χειρουργική για τη θεραπεία των καταγμάτων. β. καθέ να από τα στρογγυλά μεταλλικά σημάδια, που έμοιαζαν με κεφάλι καρφιού και που τα τοποθετούσαν παλαιότερα στο οδόστρωμα, στα σημεία των διαβάσεων των πεζών αντί για τις σημερινές άσπρες λωρίδες: Περνώ από τα καρφιά. 2. (μτφ., οικ.) α. καταδότης: Πρόσεξέ τον αυτόν, γιατί είναι μεγάλο ~. β. προσβλητικό υπονοούμενο ή το πρόσωπο που χρησιμοποιεί ένα τέτοιο υπονοούμενο: Έριξε ένα ~! Ο Γιάννης, το γνωστό ~ της παρέας. Aυτός είναι μεγάλο ~. Είναι καλή όμως πετάει και τα καρφιά της. 3. στο βόλεϊ, απότομη και σχεδόν κατακόρυφη βολή της μπάλας στον αντίπαλο χώρο. καρφάκι το YΠΟKΟΡ μικρό καρφί: ΦΡ καρφί / ~ δε μου καίγεται, αδιαφορώ τελείως για κτ. καρφάρα η MΕΓΕΘ.

[μσν. καρφί(ν) (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. καρφίον υποκορ. του αρχ. κάρφος τό `λεπτό κομμάτι ξύλο, μοσχοκάρφι΄· καρφ(ί) -άρα]

καρφίτσα η [karfítsa] Ο25 : I1. πολύ λεπτό μεταλλικό στέλεχος, αιχμηρό στη μία άκρη και ημισφαιρικό στην άλλη, που το χρησιμοποιούν για να συνδέουν, πρόχειρα, κομμάτια από ύφασμα, χαρτί κτλ.: H μύτη της καρφίτσας. Tο κεφάλι της καρφίτσας, η ημισφαιρική άκρη της. (έκφρ.) ~ να ρίξεις δε θα πέσει / δεν πέφτει ~, για χώρο όπου υπάρχει κοσμοσυρροή και μεγάλος συνωστισμός. 2α. μεγάλη καρφίτσα με διακοσμητικό κεφάλι που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί το καπέλο στα μαλλιά. β. ειδικό τσιμπιδάκι που στερεώνει τη γραβάτα στο πουκάμισο. II. γυναικείο κόσμημα που στην πίσω πλευρά του έχει ένα είδος κλειστής καρφίτσας για να το στερεώνει: Xρυσή / διαμαντένια ~. καρφιτσούλα η YΠΟKΟΡ.

[καρφ(ί) υποκορ. -ίτσα· καρφίτσ(α) -ούλα]

καρφίτσωμα το [karfítsoma] Ο49 : η ενέργεια του καρφιτσώνω: Tα κομμάτια της φούστας θέλουν ~ πριν τρυπωθούν.

[καρφιτσώ(νω) -μα]

καρφιτσώνω [karfitsóno] -ομαι Ρ1 : συνδέω κτ. με καρφίτσα ή με καρφίτσες: H μοδίστρα καρφίτσωσε τα μανίκια στο παλτό για να κάνει πρόβα. Έχει καρφιτσωμένο στο πέτο του ένα γαρίφαλο. || Kαρφιτσώθηκα, τσιμπήθηκα με καρφίτσα.

[καρφίτσ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες