Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καρτερώ
1 item total
καρτερώ [karteró] & -άω Ρ10.11α : (λαϊκότρ., λογοτ.) περιμένω: Xρόνια και χρόνια τον καρτερούσε. ΠAΡ Kάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, πρέπει να αρκείται κανείς στο σχετικά μικρό αλλά σίγουρο κέρδος ή όφελος και να μη ζητά το μεγαλύτερο που είναι όμως αβέβαιο. (Γιάννη γύρευε) και Nικολό καρτέρει, για κτ. που αργεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί.

[αρχ. καρτερῶ `υπομένω, αντέχω΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go