Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρδινάλιος
2 εγγραφές [1 - 2]
καρδινάλιος 1 ο [karδinálios] Ο20α : τίτλος ανώτατου κληρικού της καθολικής εκκλησίας, ο οποίος έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στην εκλογή του πάπα και να εκλέγεται πάπας. (έκφρ.) έχει / με ύφος δέκα καρδιναλίων, για κπ. που έχει πολύ υπεροπτικό ύφος.

[λόγ. < μσν. καρδινάλιος < μσνλατ. cardinal(is) -ιος (πρβ. μσν. καρδινάλης)]

καρδινάλιος 2 ο : είδος εξωτικού πτηνού, με ένα χαρακτηριστικό κόκκινο λοφίο στο κεφάλι.

[λόγ. < καρδινάλιος 1 σημδ. ιταλ. cardinale (< μσνλατ. cardinalis) από το κόκκινο χρώμα σαν τη στολή του καρδινάλιου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες