Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καρδιαγγειακός
1 item total
καρδιαγγειακός -ή -ό [karδiangiakós] & καρδιοαγγειακός -ή -ό [karδio angiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την καρδιά και με τα αιμοφόρα αγγεία: Kαρδιαγγειακό σύστημα. Kαρδιαγγειακά νοσήματα.

[λόγ. καρδι(ο)-, καρδιο- + αγγειακός μτφρδ. διεθ. cardio- = καρδιο- + vascular]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go