Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραφλός
1 εγγραφή
καραφλός -ή -ό [karaflós] Ε1 : (ειρ., προφ.) φαλακρός.

[μσν. φαρακλός με αντιμετάθ. [f-k > k-f] < αρχ. φαλακρός με αντιμετάθ. [l-r > r-l] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες