Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καραφλός -ή -ό [karaflós] Ε1 : (ειρ., προφ.) φαλακρός.
[μσν. φαρακλός με αντιμετάθ. [f-k > k-f] < αρχ. φαλακρός με αντιμετάθ. [l-r > r-l] ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. φαρακλός με αντιμετάθ. [f-k > k-f] < αρχ. φαλακρός με αντιμετάθ. [l-r > r-l] ]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |