Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρέκλα
3 εγγραφές [1 - 3]
καρέκλα η [karékla] Ο25 : 1. είδος επίπλου, κάθισμα για ένα άτομο, με ράχη αλλά χωρίς βραχίονες για τα χέρια, που στηρίζεται κατά κανόνα σε τέσσερα πόδια: Tο κάθισμα της καρέκλας, το επίπεδο τμήμα της. Ξύλινη / ψάθινη / σιδερένια ~. Πτυσσόμενη ~. Περιστροφική ~. ~ γραφείου. Aναπηρική ~. Hλεκτρική* ~. 2. (ειρ., μειωτ.) αξίωμα, ανώτερη διοικητική θέση: H υπουργική ~ είναι ο στόχος πολλών βουλευτών. Δεν μπορεί να τον κουνήσει κανείς από την ~ του, να τον απομακρύνει. Tρίζει η ~ του, κινδυνεύει να χάσει τη θέση του. ΦΡ κάθεται σε δύο καρέκλες, κατέχει συγχρόνως δύο θέσεις. ζεσταίνει* κάποιος την ~ του. καρεκλίτσα η YΠΟKΟΡ. καρεκλάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρή καρέκλα· καρεκλίτσα. β. ειδικό κάθισμα για μωρά.

[αντδ.: αρχ. καθέδρα `κάθισμα΄ (δες και καθέδρα) > υστλατ. caterca, *catecra > *cadegra (πρβ. μσν. καδέγλα) > *cadecra > *καρέκρα (αφομ. [d-r > r-r] ίσως και με επίδρ. του βεν. carega < υστλατ. caterca) > καρέκλα (ανομ. υγρών [r-r > r-l] ) (πρβ. και μσν. καθήγλα, νεότ. καθέγλακαρέκλ(α) -ίτσα]

καρεκλάδικο το [karekláδiko] Ο41 : (οικ.) κατάστημα όπου πουλούν καρέκλες ή εργαστήριο όπου κατασκευάζουν ή επιδιορθώνουν καρέκλες.

[καρεκλ(άς) -άδικο]

καρεκλάς ο [kareklás] Ο1 : (οικ.) αυτός που κατασκευάζει, επιδιορθώνει ή πουλάει καρέκλες.

[καρέκλ(α) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες