Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καράφλα
2 εγγραφές [1 - 2]
καράφλα η [karáfla] Ο25 : (ειρ., προφ.) φαλάκρα.

[ελνστ. φαλάκρα με αντιμετάθ. κατά το φαλακρός > καραφλός]

καράφλας ο [karáflas] Ο3 : (ειρ., μειωτ.) χαρακτηρισμός φαλακρού ανθρώπου· φαλάκρας.

[καράφλ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες