Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπνός
5 εγγραφές [1 - 5]
καπνός 1 ο [kapnós] Ο17 : μείγμα από αέρια και στερεά σωματίδια, με πυκνότητα, αδιαφάνεια και με χαρακτηριστική οσμή, που εκπέμπει ένα σώ μα όταν καίγεται: Aπό την καμινάδα βγαίνει άσπρος / γκρίζος ~. Mαύροι, πυκνοί καπνοί από τα εργοστάσια σκέπασαν την πόλη. Σύννεφα καπνού. Aπό το τσιγάρο βγαίνουν δαχτυλίδια / τολύπες καπνού. Mας έπνι ξε ο ~. Kάτι καίγεται, μυρίζει καπνό. Προπέτασμα* καπνού. (έκφρ.) κτ. διαλύεται σαν ~ / ~ ήταν και διαλύθηκε, για κτ. πολύ πρόσκαιρο, φευγαλέο: H ευτυχία τους διαλύθηκε σαν ~. ΦΡ γίνομαι ~, φεύ γω από κάπου με μεγάλη ταχύτητα, εξαφανίζομαι: Mόλις είδε την αστυνομία πήρε τα λεφτά και έγινε ~. ~ κι αντάρα*. δεν υπάρχει ~ χωρίς φωτιά, για να δηλωθεί ότι κάθε φήμη που κυκλοφορεί εις βάρος κάποιου, στηρίζεται σε κάποιο γεγονός, έστω και αν το παρουσιάζουν εξογκωμένο για να δημιουργήσουν εντυπώσεις. πάει ~, για κτ. που συμβαίνει με μεγάλη ένταση ή σε υπερβολικό βαθμό· ΣYN ΦΡ πάει σύννεφο: H κλεψιά / το ψέμα / η τιμωρία πάει ~.

[αρχ. καπνός & λόγ. σημδ. γαλλ. fumée & αγγλ. smoke]

καπνός 2 ο πληθ. καπνά : 1. μονοετές, ποώδες φυτό που καλλιεργείται για τα μεγάλα ωοειδή φύλλα του, τα οποία περιέχουν μια τοξική ουσία, τη νικοτίνη, και τα οποία ύστερα από κατάλληλη κατεργασία χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τσιγάρων, πούρων κτλ.: H καλλιέργεια του καπνού. Ελληνικά / αμερικάνικα / ανατολικά καπνά, διάφορες ποικιλίες καπνών. Εθνικός Οργανισμός Kαπνού. 2. προϊόν από αποξηραμένα και κατάλληλα κατεργασμένα φύλλα καπνού, που το καπνίζουν ή το μασούν: Ψιλοκομμένος ~ για πίπα. ~ για τσιγάρα / πούρα. ΦΡ τι καπνό φουμάρει;, τι χαρακτήρα ή τι διαθέσεις έχει, όταν αναφερόμαστε σε κπ. που τον αντιμετωπίζουμε με μεγάλη επιφυλακτικότητα ή με καχυποψία.

[λόγ. < καπνός 1 κατά τη σημ. του καπνίζω 2]

καπνοσακούλα η [kapnosakúla] Ο25 : μικρή θήκη για καπνό τσιγάρων ή πίπας.

[λόγ. καπνο- 2 + σακούλα]

καπνοσυλλέκτης ο [kapnosiléktis] Ο10 : εξάρτημα της καπνοδόχου, που παγιδεύει την αιθάλη και εμποδίζει τη ρύπανση της ατμόσφαιρας.

[λόγ. καπνο- 1 + συλλέκτης]

καπνοσύριγγα η [kapnosíriŋga] Ο28 : (λόγ.) πίπα ή τσιμπούκι.

[λόγ. καπνο- 2 + σύριγξ > σύριγγα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες