Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καπάρο
1 item total
καπάρο το [kapáro] Ο39 : (οικ.) χρηματικό ποσό που δίνεται ως εγγυητική προκαταβολή: Έδωσε (για) ~ τρία νοίκια μπροστά. Συμφωνήσαμε να του πουλήσω το οικόπεδο και πήρα και ~.

[ιταλ. caparra θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. ή παλ. ιταλ. caparro]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go