Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καντάρι το [kandári] Ο44 : ΣYN στατήρας. 1. είδος ζυγού. (έκφρ.) τον έφαγε στο ~, δε ζύγισε σωστά το εμπόρευμα για να τον εκμεταλλευτεί και ως έκφραση, τον εξαπάτησε σε κάποια συμφωνία ή συναλλαγή· τον γέλασε, τον έκλεψε στο ζύγι. 2. μέτρο βάρους που ήταν ίσο με σαράντα τέσσερις (44) οκάδες.
[μσν. καντάρι αντδ. < αραβ. qintār `βάρος εκατό μονάδων΄ -ι (με υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a] ) < μσν. κεντηνάριον `εκατό ουγγιές΄ < λατ. centenar(ium) -ιον]