Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κανελής
1 item total
κανελής -ιά -ί [kanelís] Ε8 & κανελί [kanelí] Ε (άκλ.) : που έχει το ανοιχτό καφέ χρώμα της κανέλας: Ένα κανελί σκυλί. Kανελί / κανελιά ζακέτα. || (ως ουσ.) το κανελί, το κανελί χρώμα.

[κανέλ(α) -ής· κανέλ(α) -ί 4]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go