Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανακεύω
1 εγγραφή
κανακεύω [kanakévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) 1. φροντίζω κπ., κυρίως παιδί, με πολλή τρυφερότητα, με χάδια και με γλυκά λόγια. 2. δείχνω μεγάλη υποχωρητικότητα, χαϊδεύω.

[μσν. κανακεύω < κανάκ(ια) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες