Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καμπυλωτός
1 item total
καμπυλωτός -ή -ό [kambilotós] Ε1 : που σχηματίζει καμπύλη: H ράχη της καρέκλας είναι καμπυλωτή.

[λόγ. καμπύλ(η) -ωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go