Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καμπάνια
2 items total [1 - 2]
καμπάνια η [kampána] Ο25α : εκστρατεία με περιορισμένη χρονική διάρκεια, μέσο του τύπου ή των άλλων μέσων μαζικής επικοινωνίας, που έχει σκοπό να προβάλει και να προωθήσει κάποιο ζήτημα πολιτικού, κοινωνικού ή πολιτιστικού περιεχομένου: Προεκλογική / διαφημιστική ~. Tο υπουργείο άρχισε ~ για τη διάδοση της αιμοδοσίας.

[ιταλ. campagna & γαλλ. campagn(e) ]

καμπανιά η [kambaná] Ο24 : 1. (λαϊκότρ.) χτύπημα καμπάνας. 2. (οικ.) υπαινιγμός, κυρίως σε εκφράσεις: Tου έριξα μια ~. Έριξε κι αυτός την ~ του.

[καμπάν(α) 1 -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go