Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καλόκαρδος
1 item total
καλόκαρδος -η -ο [kalókarδos] Ε5 : α. που τρέφει για τους συνανθρώπους του συναισθήματα αγάπης και συμπόνιας και που η διάθεσή του είναι συνήθ. χαρούμενη, που έχει καλή καρδιά. β. που χαρακτηρίζει τον καλόκαρδο άνθρωπο: Kαλόκαρδο βλέμμα / γέλιο. καλόκαρδα ΕΠIΡΡ: Tον κοίταξε / του μίλησε ~.

[μσν. καλόκαρδος < καλο- + καρδ(ιά) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go