Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καλυτερεύω
1 item total
καλυτερεύω [kaliterévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : κάνω κτ. καλύτερο, το βελτιώνω. ANT χειροτερεύω: Προσπαθεί να καλυτερέψει τη ζωή της. Δεν κατάφερα να καλυτερέψω την κατάσταση. || γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι: Kαλυτέρεψε ο καιρός. H υγεία του καλυτερεύει συνεχώς.

[μσν. καλυτερεύω < καλύτερ(ος) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go