Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλπονοθεία η [kalponoθía] Ο25 : 1. νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος με διάφορους τρόπους, όπως π.χ. προσθήκη ή αφαίρεση ψήφων, σκόπιμη κακή καταμέτρηση κτλ. || (επέκτ.) κάθε μέσο που νοθεύει τη θέληση των εκλογέων. 2. (μτφ., οικ.) παραποίηση της αλήθειας με δόλια μέσα. || ενέργεια που αποσκοπεί στην παραποίηση της αλήθειας: Άσε τις καλπονοθείες.
[λόγ. κάλπ(ης) -ο- + νοθεία]



