Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καλοσκέφτομαι
1 item total
καλοσκέφτομαι [kaloskéftome] Ρ4β : σκέφτομαι, εξετάζω κτ. με πολλή προσοχή, συνήθ. με αποτέλεσμα να μεταβάλω την αρχική μου απόφαση ή εντύπωση: Ξέρεις, το καλοσκέφτηκα και αποφάσισα τελικά να μη δεχτώ την πρότασή του. Aν το καλοσκεφτείς, θα δεις ότι δεν είναι τόσο δυσάρεστη η κατάσταση.

[καλο- + σκέφτομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go