Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κακότυχος -η -ο [kakótixos] Ε5 : που του συμβαίνουν κακοτυχίες, που έχει κακή τύχη· άτυχος. ANT καλότυχος: Πολύ ~ άνθρωπος· όλα στραβά τού έρχονται στη ζωή του.
[μσν. κακότυχος < κακο- + τύχ(η) -ος ή αρχ. κακοτυχ(ής) μεταπλ. -ος]



