Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κακουργηματικός
1 item total
κακουργηματικός -ή -ό [kakurjimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το κακούργημα: Kακουργηματικές πράξεις.

[λόγ. κακουργηματ- (κακούργημα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go