Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κακοκαιρία
1 item total
κακοκαιρία η [kakokería] Ο25 : η κακή καιρική κατάσταση, οι άσχημες μετεωρολογικές συνθήκες που εκδηλώνονται με βροχές, χιονοπτώσεις, θύελλες, τρικυμίες κτλ.· κακός καιρός. ANT καλοκαιρία: Tο φετινό χειμώνα είχαμε πολλές κακοκαιρίες. Tο μετεωρολογικό δελτίο προβλέπει για σήμερα ~ σε ολόκληρη τη χώρα, από αύριο όμως θα αρχίσει σταδιακή βελτίωση από τα δυτικά.

[λόγ. επίδρ. στο κακοκαιριά < κακο- + καιρ(ός) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go