Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καθούμενος
1 item total
καθούμενος -η -ο [kaθúmenos] Ε5 : μόνο στις ΦΡ στα καλά καθούμενα / στα καλά του καθουμένου, για κτ. που γίνεται, που παρουσιάζεται χωρίς να το περιμένει κανείς, χωρίς προφανή αιτία, κυρίως για κτ. δυσάρεστο· ξαφνικά. Tι του ήρθε στα καλά καθούμενα να σηκωθεί να φύγει; Στα καλά καθούμενα ξέσπασε μια μπόρα!

[κάθ(ομαι) -ούμενος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go