Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθοδηγώ [kaθoδiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. βοηθώ κπ. να φτάσει στον προορισμό του, δίνοντάς του τις κατάλληλες πληροφορίες για το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει: Δεν μπόρεσα να βρω το σπίτι του, γιατί δε με καθοδήγησε σωστά. Οι γεωγραφικοί / τουριστικοί χάρτες καθοδηγούν τους ταξιδιώτες / τους επισκέπτες των πόλεων. 2. (μτφ.) με υποδείξεις και με συμβουλές βοηθώ κπ. να ενεργήσει με το σωστό, κατά τη γνώμη μου, τρόπο: Οι καθηγητές του τον καθοδήγησαν στις σπουδές του. Δεν καθοδήγησε σωστά τα παιδιά της και απέτυχαν στη ζωή τους. Άρχισαν τη δράση καθοδηγούμενοι από την κομματική οργάνωση. Kαθοδηγημένος από το ένστικτό του κατόρθωσε να επιζήσει. Ο Θεός ας καθοδηγεί τα βήματά μας.
[λόγ. < ελνστ. καθοδηγῶ]



