Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καθοδήγηση
1 item total
καθοδήγηση η [kaθoδíjisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθοδηγώ, υποδείξεις και συμβουλές για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος ή για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει: Mε τη σωστή ~ έφτασε στον προορισμό του. Ο νέος χρειάζεται την κατάλληλη ~. H εργασία αυτή γράφτηκε με την ~ του δασκάλου μου. Ο λαός με την ~ των ηγετών του θα αγωνιστεί για ένα καλύτερο μέλλον. 2. το σύνολο των καθοδηγητικών στελεχών ενός κόμματος: Περιμένει να πάρει εντολές από την ~.

[λόγ. < ελνστ. καθοδήγη(σις) -ση (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go