Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καθησυχαστικός
1 item total
καθησυχαστικός -ή -ό [kaθisixastikós] Ε1 : που συντελεί, που βοηθάει στο να καθησυχάσει κάποιος. ANT ανησυχητικός: Οι τελευταίες ειδήσεις / εξελίξεις είναι / δεν είναι καθόλου καθησυχαστικές. || (για πρόσ.) Ήταν ~, με τα λόγια του με καθησύχασε. καθησυχαστικά ΕΠIΡΡ: Mου τα είπε πολύ ~.

[λόγ. καθησυχασ- (καθησυχάζω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go