Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καθημερινότητα
1 item total
καθημερινότητα η [kaθimerinótita] Ο28 : η κατάσταση που δημιουργείται από τις επαναλαμβανόμενες χωρίς ιδιαιτερότητα και ενδιαφέρον δραστηριότητες ενός ατόμου, η καθημερινή ζωή: Mας απασχολεί, μας κουράζει και μας φθείρει η ~.

[λόγ. καθημεριν(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go