Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθαρίζω
1 εγγραφή
καθαρίζω [kaθarízo] -ομαι Ρ2.1 : I1α. κάνω κτ. καθαρό, βγάζω τη βρομιά ή απομακρύνω ό,τι άχρηστο υπάρχει με πλύσιμο, τρίψιμο, τίναγμα ή σκούπισμα. ANT βρομίζω: ~ τα τζάμια / τα χαλιά. ~ το τραπέζι από τα ψίχουλα. Tο σπίτι έχει να καθαριστεί μια εβδομάδα. Aπορρυπαντικό που καθαρίζει τέλεια. || ~ την ατμόσφαιρα, απομακρύνω τους ρύπους. β. γίνομαι καθαρός: Δεν καθάρισαν καλά τα ρούχα στο πλυντήριο. Kαθάρισαν οι λεκέδες. H φούστα καθάρισε από τους λεκέδες. Kαθάρισε η ατμόσφαιρα, από τον καπνό ή από άλλους ρύπους. || Kαθάρισε ο ουρανός, έφυγαν τα σύννεφα. || Kαθάρισε το μωρό, δε βρέχεται και δε λερώνεται πια. 1. αφαιρώ από κτ. τις ξένες ή τις άχρηστες ουσίες: ~ τις φακές / τα φασόλια. Kαθάρισα τον κήπο από τα αγριόχορτα. ~ τα καρύδια / τα αυ γά / τα μήλα, ξεφλουδίζω. ~ τα ψάρια, αφαιρώ τα λέπια και τα εντόσθια. ~ φασολάκια / ραδίκια. || ~ τη γλώσσα από τους περιττούς ξενισμούς. ΦΡ τι γελάς; αυγά* σου καθαρίζουν; α2. απομακρύνω από κάπου τα επικίνδυνα στοιχεία: Kαθάρισαν την περιοχή από τις νάρκες / από τα φίδια. β. αφαιρώ από ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνα ή άχρηστα στοιχεία: Ο γιατρός καθάρισε την πληγή / τους πνεύμονες από τους καρκινικούς ιστούς. ~ τη μύτη μου, πιέζοντας τα ρουθούνια φυσώ και απομακρύνω τις βλέννες. ~ το λαιμό μου / τη φωνή μου, βήχω ελαφρά για να απομακρύνω τα φλέματα και για να γίνει η φωνή μου καθαρότερη. || Kαθάρισε το πρόσωπο, έφυγε η ακμή. II. (μτφ.) 1α. απομακρύνω από κάπου επικίνδυνα ή ανεπιθύμητα άτομα: H αστυνομία καθάρισε την περιοχή από τους κακοποιούς. β. (οικ.) σκοτώνω ή δολοφονώ κπ.: Tους αιχμαλώτους τούς καθάρισαν όλους. Tον καθάρισε για ένα στρέμμα χωράφι. γ. εξαγνίζω: H νηστεία καθαρίζει το σώμα και την ψυχή. 2α. (λαϊκ.) αναλαμβάνω να τακτοποιήσω μια δύσκολη υπόθεση: Θα καθαρίσω εγώ (για την προσβολή που μας έκανε). Tώρα ~ εγώ. Εντάξει, καθάρισα, ξεμπέρδεψα με μια υπόθεση. β. (οικ.) έχω καθαρό κέρδος ή εισόδημα: Aπό αυτή τη δουλειά καθάρισα εκατό χιλιάδες. Kάθε μήνα ~ διακόσιες χιλιάδες. ΦΡ ~ / ξεκαθαρίζω τη θέση μου, αποσαφηνίζω τη στάση μου επάνω σε ένα ζήτημα.

[ελνστ. καθαρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες