Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- καβγαδίζω [kavγaδízo] Ρ2.1α : τσακώνομαι, φιλονικώ με κπ., κάνω καβγά: Kαβγάδισε με τον πατέρα του και έφυγε από το σπίτι. Aυτοί οι δύο συνεχώς καβγαδίζουν.
[καβγαδ- (καβγάς) -ίζω]



