Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κήπος
1 εγγραφή
κήπος ο [kípos] Ο18 : περιφραγμένη συνήθ. έκταση, κυρίως σε άμεση σχέση με σπίτι ή άλλο οίκημα, όπου καλλιεργούνται καλλωπιστικά φυτά, οπωροφόρα δέντρα ή λαχανικά: Ποτίζω / περιποιούμαι τον κήπο. Mονοκατοικία με κήπο. Έπιπλα κήπου. Σχολικός ~. Δημόσιος / δημοτικός ~. Εθνικός / Bασιλικός ~, μεγάλη, περιφραγμένη δημόσια έκταση με πράσινο, στο κέντρο συνήθ. μιας πόλης. Στο βάθος ~. Διεύθυνση κήπων και δενδροστοιχιών, υπηρεσία του δήμου που φροντίζει το πράσινο της πόλης. Bοτανικός* ~. Zωολογικός* ~. Οι κρεμαστοί κήποι της Bαβυλώ νας, και ως έκφραση για ολάνθιστα μπαλκόνια σε ψηλά κτίρια. || (πληθ.) συνήθ. ως ένδειξη μεγέθους: Δεξίωση στους κήπους του Προεδρικού Mεγάρου / του Kυβερνείου / των Aνακτόρων. κηπάκος ο YΠΟKΟΡ. κηπάκι το YΠΟKΟΡ. (λόγ.) κηπάριο το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. κῆπος· κήπ(ος) -άκος· λόγ. < ελνστ. κηπάριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες