Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κάτοπτρο
1 item total
κάτοπτρο το [kátoptro] Ο40 : 1. (λόγ.) καθρέφτης: H αίθουσα των κατόπτρων. 2. (φυσ.) λεία και στιλπνή επιφάνεια η οποία έχει την ιδιότητα να αντανακλά τις φωτεινές ακτίνες που πέφτουν επάνω της: Kοίλο / κυρτό / επίπεδο / σφαιρικό ~.

[λόγ. < αρχ. κάτοπτρον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go