Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισόπλευρος
1 εγγραφή
ισόπλευρος -η -ο [isóplevros] Ε5 : που έχει όλες τις πλευρές ίσες: Iσόπλευρο τρίγωνο.

[λόγ. < αρχ. ἰσόπλευρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες