Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ισολογισμός
1 item total
ισολογισμός ο [isolojizmós] Ο17 : (οικον.) συνοπτική λογιστική κατάσταση που εμφανίζει τα περιουσιακά στοιχεία, κατά είδος και αξία, και τις πηγές κεφαλαιοδότησης ενός οικονομικού οργανισμού, σε ενιαίο νόμισμα και κατά μία ορισμένη χρονική στιγμή: Ο ~ της 31ης Δεκεμβρίου.

[λόγ. ισο- + λογισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go