Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ισιώνω
1 item total
ισιώνω [isxóno] Ρ1α : α. κάνω κτ. που είναι κυρτό ή στραβό να γίνει ίσιο. ANT στραβώνω: ~ ένα καρφί που είχε στραβώσει. || ANT σγουραίνω, κατσαρώνω: ~ τα μαλλιά μου, από σγουρά τα κάνω ίσια. || ~ μια επιφάνεια, την κάνω επίπεδη, χωρίς κοιλότητα ή κυρτότητα. β. φέρνω κτ. σε μια ίσια (οριζόντια ή κάθετη) θέση· ισιάζω, σιάζω: ~ το τιμόνι του αυτοκινήτου, το φέρνω σε θέση ευθύγραμμης κίνησης. ANT στρίβω. Ίσιωσε το κορμί σου, μη γέρνεις ή μην καμπουριάζεις, μη σκύβεις.

[ίσι(ος) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go