Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιππόκαμπος
1 item total
ιππόκαμπος ο [ipókambos] Ο20α : 1. ζώο της θάλασσας (ψάρι), με ιδιαίτερα περίεργο σχήμα, το οποίο κολυμπά σε μια κάθετη (όρθια) θέση και του οποίου η στάση και το σχήμα του κεφαλιού θυμίζει άλογο· αλογάκι της θάλασσας. 2. (στην αρχ. ελλην. μυθολογία) θαλάσσιο τέρας με κεφάλι αλόγου και ουρά ψαριού: H παράσταση του ιππόκαμπου συμβόλιζε, ίσως, τη σύγκρουση των δυνάμεων της θάλασσας και της ξηράς.

[λόγ. < αρχ. ἱππόκαμπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go