Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιππόδρομος
1 item total
ιππόδρομος ο [ipóδromos] Ο19 : χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος (με γήπεδο και κερκίδες) για αγώνες ιπποδρομίας (ή και για άλλους ιππικούς αγώνες)· ιπποδρόμιο. || (επέκτ.) αγώνες ιπποδρομίας: Παίζει στον ιππόδρομο.

[λόγ. < ελνστ. ἱππόδρομος, αρχ. σημ.: `αρματοδρομία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go