Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιπποδρόμιο
1 item total
ιπποδρόμιο το [ipoδrómio] Ο40 : χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος (με γήπεδο και κερκίδες) για αγώνες ιπποδρομίας (ή και για άλλους ιππικούς αγώνες)· ιππόδρομος.

[λόγ. < ελνστ. ἱπποδρόμιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go