Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ιπποδρόμιο το [ipoδrómio] Ο40 : χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος (με γήπεδο και κερκίδες) για αγώνες ιπποδρομίας (ή και για άλλους ιππικούς αγώνες)· ιππόδρομος.
[λόγ. < ελνστ. ἱπποδρόμιον]



