Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιππικός
1 item total
ιππικός -ή -ό [ipikós] Ε1 : α. που γίνεται με ίππους (άλογα) ή ιππείς: Iππικοί αγώνες, αγώνες ιππασίας. β. που αποτελείται από ιππείς: Iππική (στρατιωτική) δύναμη. γ. (ως ουσ.) το ιππικό, τμήμα, δύναμη έφιππων στρατιωτικών: Επίθεση / επέλαση του ιππικού. Ίλη ιππικού. Aξιωματικός του ιππικού.

[λόγ. < αρχ. ἱππικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go