Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ιππασία η [ipasía] Ο25 : α. πορεία πάνω σε άλογο που γίνεται για ψυχαγωγία ή άθλημα: Kάνω ~. β. η τέχνη του να ιππεύει κανείς, να καθοδηγεί ένα άλογο πάνω στο οποίο κινείται: Σχολή / μάθημα ιππασίας. Aγώνες ιππασίας, ιππικοί ή ιππευτικοί αγώνες· (πρβ. ιπποδρομία).
[λόγ. < αρχ. ἱππασία]



