Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ινδικός
1 item total
ινδικός -ή -ό [inδikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Iνδούς ή στην Iνδία, που προέρχεται από αυτήν: Iνδική γλώσσα / τέχνη. Iνδικά προϊόντα / υφάσματα. || (σε γεωγρ. όρους): H Iνδική Xερσόνησος. Ο Iνδικός Ωκεανός. 2. (σε ειδ. όρους) ινδική κάνναβη*. ινδικό χοιρίδιο, μικρό τρωκτικό με λεπτό τρίχωμα, λευκό με κόκκινες και μαύρες κηλίδες, που χρησιμοποιείται ως πειραματόζωμο. || Iνδική καρύδα, ο καρπός του κοκοφοίνικα. 3. (ως ουσ.) α. το ινδικό, είδος φυτικής χρωστικής ουσίας· λουλάκι. β. τα ινδικά, η ινδική, η ινδική γλώσσα.

[λόγ. < αρχ. ἰνδικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go