Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ικεμπάνα
1 εγγραφή
ικεμπάνα η [ikebána] Ο25 : ιαπωνική τέχνη της τακτοποίησης λουλουδιών με τρόπο που να παράγεται ένα αισθητικό αποτέλεσμα.

[λόγ. < γερμ. Ikebana < ιαπων. ikebana `ζωντανά λουλούδια΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες