Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιδιοφυής
1 item total
ιδιοφυής -ής -ές [iδiofiís] Ε10 : α. (για πρόσ.) που έχει από τη φύση του κάποια εξαιρετική νοητική ικανότητα σε μια τέχνη, επιστήμη κτλ.· (πρβ. μεγαλοφυής): ~ καλλιτέχνης / μαθηματικός / πολιτικός. β. για ό,τι είναι αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής νοητικής ικανότητας: ~ σκέψη / λύση. Iδιοφυές σχέδιο.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιοφυής `που έχει ιδιαίτερο φυσικό΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go