Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιδεώδης
1 item total
ιδεώδης -ης -ες [iδeóδis] Ε11 : που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο τελειότητας· ιδανικός, τέλειος: ~ χαρακτήρας. ~ ομορφιά. ~ συνδυασμός χρωμάτων. || (ως ουσ.) το ιδεώδες*.

[λόγ. ιδέ(α) -ώδης μτφρδ. γαλλ. idéal, γερμ. idealer, ideal-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go