Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ιδεώδης -ης -ες [iδeóδis] Ε11 : που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο τελειότητας· ιδανικός, τέλειος: ~ χαρακτήρας. ~ ομορφιά. ~ συνδυασμός χρωμάτων. || (ως ουσ.) το ιδεώδες*.
[λόγ. ιδέ(α) -ώδης μτφρδ. γαλλ. idéal, γερμ. idealer, ideal-]