Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιατροδικαστής
1 item total
ιατροδικαστής ο [iatroδikastís] Ο7 θηλ. ιατροδικαστής [iatroδikastís] & (προφ.) ιατροδικαστίνα [iatroδikastína] Ο26 : γιατρός ειδικός για να εξακριβώνει τα αίτια ενός τραυματισμού, θανάτου κτλ. και να βοηθάει τη δικαιοσύνη στο έργο της: H έκθεση του ιατροδικαστή.

[λόγ. ιατρ(ός) -ο- + δικαστής μτφρδ. γαλλ. médecin légiste ή γερμ. Gerichtsarzt· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ιατροδικαστ(ής) -ίνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go