Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θώρακας
1 εγγραφή
θώρακας ο [θórakas] Ο5 λόγ. γεν. και θώρακος : 1α. (ανατ.) το άνω μέρος του κορμού του σώματος των σπονδυλωτών καθώς και η αντίστοιχη κοιλότητα, η οποία προστατεύεται από οστέινα τοιχώματα και περιέχει τα κύρια όργανα της κυκλοφορίας και της αναπνοής: Παθήσεις του θώρακα. Aκτινογραφία θώρακος. Kέντρο νοσημάτων θώρακος. β. το μεσαίο από τα τρία κύρια τμήματα στα οποία χωρίζεται το σώμα των εντόμων. 2α. αρχαίο αμυντικό όπλο που προστάτευε τον κορμό του πολεμιστή: ~ από μέταλλο / από δέρμα. Tο βέλος τρύπησε το θώρακα. β. μεταλλική, ιδίως χαλύβδινη επένδυση για προστασία από βλήματα μεγάλης ισχύος: ~ πλοίου / πυροβόλου. 3. καθετί που προστατεύει αποτελεσματικά κτ., που θωρακίζει.

[λόγ.: 1, 2α: αρχ. θώραξ, αιτ. -ακα· 2β, 3: σημδ. γαλλ. cuirasse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες