Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυρόφυλλο
1 εγγραφή
θυρόφυλλο το [θirófilo] Ο41 : το τμήμα της πόρτας που ανοιγοκλείνει, σε αντιδιαστολή προς το σταθερό της πλαίσιο: Ξύλινα / τζαμωτά θυρόφυλλα.

[λόγ. θύρ(α) -ο- + φύλλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες