Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυμώνω
1 εγγραφή
θυμώνω [θimóno] Ρ1α μππ. θυμωμένος* : 1. αισθάνομαι έντονη δυσαρέσκεια την οποία εκδηλώνω με εξίσου έντονο τρόπο: Θύμωσε ο πατέρας του και τον έδειρε. Θύμωσα πολύ με τη συμπεριφορά της. 2. θυμώνω εναντίον κάποιου: Mη μου θυμώνεις. Mας θύμωσε και δε μας μιλάει. 3. κάνω κπ. να θυμώσει: Tον θύμωσαν τα λόγια σου. Mη με θυμώνεις. 4. (μτφ., λαϊκότρ.): Θύμωσε ο καιρός / η θάλασσα, αγρίεψε.

[μσν. θυμώνω < αρχ. θυμ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες