Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θυμούμαι
1 item total
θυμάμαι [θimáme] & θυμούμαι [θimúme] Ρ12 : διατηρώ ή επαναφέρω στη μνήμη μου παραστάσεις από πρόσωπα, γεγονότα ή πράγματα που ανήκουν σε μια εμπειρία του παρελθόντος. ANT ξεχνώ: Δεν μπορώ να τον θυμηθώ καθόλου. Ποιος τον θυμάται πια αυτόν; ~ πάντα με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια, τα αναπολώ. Δε ~ πού ακούμπησα τα κλειδιά μου. ~ πολύ καλά ότι δε μου ξόφλησες το χρέος. || Σου στέλνω αυτό το μικρό δώρο για να με θυμάσαι, για να με σκέφτεσαι. (έκφρ.) να μου το θυμηθείς / θα μου το θυμηθείς / να με θυμηθείς / θα με θυμηθείς, σε περιπτώσεις που θέλουμε να τονίσουμε σε κπ. τη σημασία, την αλήθεια των λόγων μας ή των προβλέψεών μας.

[θυμούμαι: μσν. θυμούμαι < αρχ. ἐνθυμοῦμαι `βάζω στην καρδιά μου, σκέφτομαι΄, με αφομ. [nθ > θθ], απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.· θυμάμαι: < θυμ(ούμαι) μεταπλ. -άμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go