Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θρύμμα
4 items total [1 - 4]
θρύμμα το [θríma] Ο48 : το θρύψαλο. || το τρίμμα.

[αρχ. θρύμμα]

θρυμματίζω [θrimatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. για αντικείμενο το οποίο, όταν σπάζει, γίνεται πολύ μικρά κομμάτια: Aπό την έκρηξη θρυμματίστηκαν τα τζάμια των γύρω σπιτιών. Bρέθηκε με θρυμματισμένο κρανίο. 2. (μτφ.) διασπώ κτ. σε τόσα πολλά μέρη, ώστε χάνεται, καταστρέφεται το σύνολό του: H αποσπασματική απόδοση θρυμματίζει την ενότητα του έργου. Zούμε σε μία θρυμματισμένη πραγματικότητα.

[θρυμματ- (θρύμμα) -ίζω]

θρυμμάτισμα το [θrimátizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θρυμματίζω.

[θρυμματισ- (θρυμματίζω) -μα]

θρυμματισμός ο [θrimatizmós] Ο17 : το θρυμμάτισμα.

[λόγ. θρυμματισ- (θρυμματίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go