Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρασύς
1 εγγραφή
θρασύς -εία -ύ [θrasís] Ε7α : που χαρακτηρίζεται από θράσος: ~ άνθρωπος. Θρασεία πράξη. Θρασύτατοι διαρρήκτες έδρασαν πάλι στο κέντρο της Aθήνας.

[λόγ. < αρχ. θρασύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες