Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θρανίο
1 item total
θρανίο το [θranío] Ο39 : έπιπλο που χρησιμοποιείται στα σχολεία για να κάθονται οι μαθητές κατά την ώρα του μαθήματος, με το χώρο του γραψίματος συνήθ. επικλινή, και ενιαίο ή όχι κάθισμα: Kάθομαι στο / σηκώνομαι από το ~ μου. Πήγαινε στο ~ σου! (έκφρ.) στα θρανία, στο σχολείο: Ξαναγυρίζω / ξανακάθομαι / επιστρέφω στα θρανία, ξαναπηγαίνω στο σχολείο σε μεγαλύτερη ηλικία.

[λόγ. < αρχ. θρανίον `μικρός πάγκος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go